- σύριγξ,-ιγγος
- ἡ N 3 0-0-0-5-0=5 Dn 3,5; DnTh 3,7.10.15pipeCf. DORIVAL 1994, 277
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… … Dictionary of Greek
προσυριγγούμαι — όομαι, Α (για τόπο) χαράζομαι με αυλάκια («διόπερ τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντες δεῑν κατουλῶσαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + συριγγοῦμαι «σχηματίζομαι με αυλάκια» (< σῦριγξ, ιγγος] … Dictionary of Greek